πλοκή

πλοκή
πλοκ-ή, ,
A twining, twisting, Epich.171; οὐ δέχεται π. do not admit of being made into a web, Arist.GA783a12; ἡ τοῦ δικτύου π. ib.734a20;

σχοινίων πλοκαί Dsc.3.148

; βρόχου Heraclasap. Orib.48.1.1, al.
II anything twisted or woven, web, E.IT817 (pl.), Pl. Lg.849c; mesh,

θώραξ τὴν π. λεπτότατος PGiss.47.7

(ii A.D.).
2 histological structure, Gal.UP1.9.
III metaph., complication of a dramatic plot, opp. λύσις, Arist.Po.1456a9;

π. δραματική Plu.2.973e

, etc.
b interweaving, [ἐπιτιμήσεως καὶ παραμυθίας] Hermog. Meth.36.
c αἱ τῶν σχηματισμῶν π., of rhet. figures, D.H.Th.29, cf. Alex.Fig.2.22 tit., Phoeb.Fig.p.55 S.;

π. καὶ ποιότητες Phld.Rh. 1.165

S.; contortions of speech, Thphr.Char.1.7.
d construction of a syllogism,

π. τοῦ συλλογισμοῦ Phld.Rh.2.89

S., cf. Ammon. in APr.67.30, Eustr.in EN336.4.
2 web of deceit.

πλοκὰς πλέκειν E. Ion826

, cf.IA936, PMonac.6.53 (vi A.D.).
IV harmony, in Music, Mart.Cap.9.958.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πλοκή — twining fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκή — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλέκω, πλέξιμο. 2. μτφ., διάρθρωση, δομή λογοτεχνικού έργου: Η πλοκή του έργου ήταν καταπληχτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλοκῇ — πλοκῆι , πλοκεύς plaiter masc dat sg (epic ionic) πλοκή twining fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκή — η, ΝΑ 1. πλέξιμο 2. μτφ. τρόπος με τον οποίο διαρθρώνονται και συνδέονται γεγονότα και επεισόδια λογοτεχνικού κειμένου, τραγωδίας ή δράματος, το δέσιμο τού μύθου, η εξέλιξη τής δράσης νεοελλ. (βυζ. μουσ.) κανόνας μελοποιίας που συνίσταται στην… …   Dictionary of Greek

  • πλοκαῖς — πλοκή twining fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκαί — πλοκή twining fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκήν — πλοκή twining fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλοκῶν — πλοκή twining fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλέκω — (I) ΝΜΑ, διαλ. τ. πλέγω και πλέχω Ν 1. κατασκευάζω πλέγματα συστρέφοντας ή περνώντας το ένα μέσα από το άλλο κλαδιά, σχοινιά, καλάμια, νήματα ή άλλο υλικό (α. «πλεγμένα με τα φύλλα τού μυστικού Ελικώνος», Κάλβ. β. «πλέξαντες στέφανον ἐξ ἀκανθῶν… …   Dictionary of Greek

  • αναγνώριση — I (Λογ.). Λογοτεχνικό εύρημα, που συνήθως αποτελεί ισχυρό στοιχείο στην πλοκή ορισμένων μύθων και συναντάται συχνά στην πεζογραφία, την ποίηση και τον θεατρικό λόγο. Ειδικότερα, ο όρος αναφέρεται σε ανθρώπους που –αν και συνδέονται με ισχυρούς… …   Dictionary of Greek

  • διαπλοκή — η (Α διαπλοκή) [διαπλέκω] σύνδεση με πλέξιμο, σύνθεση με πλοκή αρχ. 1. πλοκή 2. (σε πληθ.) λοξοδρομίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”